- μονωτικῶν
- μονωτικόςleft alonefem gen plμονωτικόςleft alonemasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τάλκης — Πυριτικό ορυκτό του μαγνησίου, με χημικό τύπο Mg3(OH)2Si4O10. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και δεν βρίσκεται σχεδόν ποτέ σε μεμονωμένους κρυστάλλους, αλλά σε αρκετά συμπαγή συσσωματώματα. Έχει μεταξώδη λάμψη και λευκό, γκρι ή πρασινωπό… … Dictionary of Greek
διακλαδωτήρας — ο 1. παράλληλη αντίσταση ακριβούς τιμής που συνδέεται σε γαλβανόμετρο ή σε αμπερόμετρο για να αυξήσει τη μετρική περιοχή του 2. εξάρτημα τών ηλεκτρικών γραμμών χαμηλής τάσης, με τη βοήθεια τού οποίου συνδέεται η γραμμή τού καταναλωτή με τη γραμμή … Dictionary of Greek
εβονίτης — Υλικό που χρησιμοποιείται στην κατασκευή ποικίλων αντικειμένων και κυρίως στην επικάλυψη μεταλλικών επιφανειών, επειδή τις προστατεύει από τα οξέα (ιδιαίτερα από το υδροχλωρικό) και από άλλα χημικά αντιδραστήρια. Ο ε. δεν διαφέρει σε τίποτε από… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ηλεκτροσυστολή — Η μεταβολή των διαστάσεων ενός διηλεκτρικού υπό την επίδραση ενός ηλεκτρικού πεδίου. Η παραμόρφωση του διηλεκτρικού είναι ανάλογη προς το τετράγωνο της έντασης του ηλεκτρικού πεδίου και είναι ανεξάρτητη από τη διεύθυνση. Η η. οφείλεται στην… … Dictionary of Greek
κολοφώνιο — Διαφανής ρητινώδης ουσία με χρώμα από ανοιχτό κίτρινο έως σκούρο κόκκινο, που λαμβάνεται με τη μορφή στερεού υπολείμματος κατά την απόσταξη της ρητίνης διαφόρων κωνοφόρων δέντρων και ιδιαίτερα του πεύκου. Το κ. περιέχει περισσότερο από 90%… … Dictionary of Greek
μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί … Dictionary of Greek
ξηρογραφία — Φωτογραφική διεργασία που βασίζεται στην επίδραση του φωτός πάνω σε υλικό με «φωτοευαίσθητο» στρώμα από ημιαγωγό, όπου πριν από τη φωτογράφηση επιστρώνεται ηλεκτροστατική γόμωση. Στην έκθεση, η ηλεκτροστατική γόμωση μειώνεται ανάλογα με τη… … Dictionary of Greek
πηνίο — Περιέλιξη νήματος ή σύρματος γύρω από μια κατάλληλη βάση συνήθως κυλινδρική. Το π. της υφαντουργίας συνίσταται από ένα συλλέκτη νήματος για ύφανση ή για ράψιμο. Στην ηλεκτροτεχνική το π. είναι ένα στοιχείο που αποτελείται από μια σπείρα αγώγιμου… … Dictionary of Greek
σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… … Dictionary of Greek